- δικτυεύς
- δικτῠ-εύς, έως, ὁ,A one who fishes with nets, Str.8.7.2, Ael.NA1.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικτυεύς — δικτυεύς, ο (Α) αυτός που ψαρεύει με δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + (επίθημα) ευς (πρβλ. αλιεύς)] … Dictionary of Greek
δικτυεύς — one who fishes with nets masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῖς — δικτυεύς one who fishes with nets masc acc pl δικτυεύς one who fishes with nets masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῖ — δικτυεύς one who fishes with nets masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῦσι — δικτυεύς one who fishes with nets masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῦσιν — δικτυεύς one who fishes with nets masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)